Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ματωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ματωμέν
ος
η
ματωμέν
η
το
ματωμέν
ο
γενική
του
ματωμέν
ου
της
ματωμέν
ης
του
ματωμέν
ου
αιτιατική
τον
ματωμέν
ο
τη
ματωμέν
η
το
ματωμέν
ο
κλητική
ματωμέν
ε
ματωμέν
η
ματωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ματωμέν
οι
οι
ματωμέν
ες
τα
ματωμέν
α
γενική
των
ματωμέν
ων
των
ματωμέν
ων
των
ματωμέν
ων
αιτιατική
τους
ματωμέν
ους
τις
ματωμέν
ες
τα
ματωμέν
α
κλητική
ματωμέν
οι
ματωμέν
ες
ματωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ματωμένος
παθητική μετοχή του ρήματος
ματώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ματωμένος -η -ο
γεμάτος
αίματα
ή
αιματοχυσία
ματωμένο
μαντίλι,
ματωμένος
γάμος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αιματηρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ματωμένος
αγγλικά
:
bloody
(en)
γαλλικά
:
ensanglanté
(fr)