Δείτε επίσης: ἡνωμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηνωμένος η ηνωμένη το ηνωμένο
      γενική του ηνωμένου της ηνωμένης του ηνωμένου
    αιτιατική τον ηνωμένο την ηνωμένη το ηνωμένο
     κλητική ηνωμένε ηνωμένη ηνωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηνωμένοι οι ηνωμένες τα ηνωμένα
      γενική των ηνωμένων των ηνωμένων των ηνωμένων
    αιτιατική τους ηνωμένους τις ηνωμένες τα ηνωμένα
     κλητική ηνωμένοι ηνωμένες ηνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηνωμένος < (καθαρεύουσα) < αρχαία ελληνική ἡνωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἑνόω / ἑνῶ (ενώνω)

ηνωμένος, -η, -ο (καθαρεύουσα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία