↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβεβαιωμένος η διαβεβαιωμένη το διαβεβαιωμένο
      γενική του διαβεβαιωμένου της διαβεβαιωμένης του διαβεβαιωμένου
    αιτιατική τον διαβεβαιωμένο τη διαβεβαιωμένη το διαβεβαιωμένο
     κλητική διαβεβαιωμένε διαβεβαιωμένη διαβεβαιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβεβαιωμένοι οι διαβεβαιωμένες τα διαβεβαιωμένα
      γενική των διαβεβαιωμένων των διαβεβαιωμένων των διαβεβαιωμένων
    αιτιατική τους διαβεβαιωμένους τις διαβεβαιωμένες τα διαβεβαιωμένα
     κλητική διαβεβαιωμένοι διαβεβαιωμένες διαβεβαιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβεβαιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαβεβαιώνω

διαβεβαιωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία