Κατηγορία:Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » Λόγια δάνεια » Λόγια διαχρονικά δάνεια » από την ελληνιστική κοινή « Ετυμολογία « Ελληνιστική κοινή « Αρχαία ελληνικά |
- Αναβιωμένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά, προϊόντα λόγιου διαχρονικού εσωτερικού δανεισμού. Συνήθως, μέσω της καθαρεύουσας ή λόγια μεταφραστικά δάνεια για επιστημονικό και ειδικό λεξιλόγιο.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει μόνο την ακόλουθη υποκατηγορία.
Σελίδες στην κατηγορία "Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 2.407 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβακοειδής
- αβαρώς
- άβατο
- αβεβαιότητα
- αβελτερία
- αβλεψία
- αβουλησία
- αβρόχοις ποσί
- αγαθάγγελος
- αγαθοεργός
- αγαθοποιία
- αγαθοποιός
- αγαθότητα
- αγαλλίαση
- αγαλλιώ
- αγάλλομαι
- αγαλματοποιία
- αγαμία
- αγγαρεία
- αγγειολογία
- αγιότητα
- αγκιστροειδής
- αγκιστρωτός
- αγκύλωση
- αγνότητα
- αγόγγυστος
- αγόρευση
- αγροκήπιο
- αγρόν ηγόρασα
- αγωνίστρια
- αδάμας
- αδελφοποίηση
- αδελφότητα
- αδημονία
- αδιακίνητος
- αδιάκοπος
- αδιακρισία
- αδιακρίτως
- αδιαλείπτως
- αδιαμέριστος
- αδιανόητος
- αδιαφορία
- αδιάφορος
- αδιαφορώ
- αδίστακτος
- άδοτος
- αδυσώπητος
- αεικινησία
- αείροος
- αέρας
- άεργος
- αερο-
- αερομαχία
- αετιδεύς
- άηχος
- αθέλητος
- αθροιστικός
- αθωότητα
- αίγαγρος
- αιγυπτιακός
- αιδεσιμότατος
- αιθερολόγος
- αιματοχυσία
- αιμόφυρτος
- αίσιος
- αισίως
- αισχρότητα
- αισχύλειος
- αιτιατική
- αιτιώδης
- αιωνιότητα
- αιωνίως
- ακακία
- ακαλλώπιστος
- ακάνθινος
- άκανθος
- ακανθώνας
- ακανόνιστος
- ακαριαίως
- ακατάληκτος
- ακαταμάχητος
- ακατανίκητος
- ακατανόητος
- ακατάργητος
- ακατέργαστος
- ακεραιότητα
- ακηδεμόνευτος
- ακήδευτος
- ακηδία
- άκλιτος
- ακολουθία
- ακουστικός
- ακριβολογώ
- ακρισία
- ακροαματικός
- ακροατήριο
- ακροβάτης
- ακροβατώ
- ακροθιγώς
- ακρολοφία
- άκρον άωτον
- ακροποδητί
- ακρότητα
- ακτημοσύνη
- ακτίνα
- ακτινοβολία
- ακτινοβόλος
- ακτινοβολώ
- ακτινωτός
- ακυβερνησία
- ακυβέρνητος
- ακυρολεξία
- ακυρότητα
- ακυρώνω
- ακωμώδητος
- αλάβαστρο
- αλάθητος
- αλεξανδρινός
- Αλεξανδρινός
- *άληστος
- αλήστου
- αλίευση
- αλιεύω
- αλίπεδο
- άλκη
- αλληγορία
- αλληλεγγύη
- αλληλέγγυος
- αλληλουχία
- αλλόφρων
- αλυτάρχης
- ἀλφάβητον
- αλφάβητος
- αμαξηλάτης
- αμβλυγώνιος
- αμείωτος
- αμελλητί
- αμέσως
- αμετάκλητος
- αμίμητος
- αμνησικακία
- αμνησίκακος
- αμόλυντος
- αμφιβάλλω
- αμφίβραχυς
- αμφίγνωμος
- αμφίδρομος
- αμφιπρόστυλος
- αμφιταλαντεύομαι
- αναβολέας
- αναγέννηση
- ανάγωγος
- αναδοχή
- ανάδοχος
- ανακαινίζω
- ανακτίζω
- αναμφίβολος
- αναμφίλεκτος
- ανανήψας
- αναξιόλογος
- αναξιότητα
- αναπαιστικός
- αναπαυτικός
- αναπέμπω
- ανάπεμψη
- αναπληρωματικός
- αναπόληση
- αναρρόφηση
- ανάρρωση
- ανασκολοπισμός
- αναστηλώνω
- ανασφάλιστος
- αναφωνώ
- αναχαίτιση
- αναψυκτήριο
- ανειλημμένος
- ανεκπλήρωτος
- ανεκτικός
- ανελεήμων
- ανέλιξη
- ανεμοστρόβιλος
- ανενδοίαστος
- ανενεργός
- ανεξικακία
- ανεξίκακος
- ανεόρταστος
- ανεπαισθήτως
- ανεπιεικής
- ανεπιεικώς
- ανεργία
- ανέφικτος
- ανεφίκτως
- ανήκω
- ανθέλικα
- ανθηφόρος
- ανθολόγος
- ανθοπώλης
- ανθρωπισμός
- ανθρωπότητα
- ανιδρύω