αναδοχή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδοχή | οι | αναδοχές |
γενική | της | αναδοχής | των | αναδοχών |
αιτιατική | την | αναδοχή | τις | αναδοχές |
κλητική | αναδοχή | αναδοχές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναδοχή < ελληνιστική κοινή ἀναδοχή < αρχαία ελληνική ἀναδέχομαι < δέχομαι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική acceptation)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναδοχή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναδέχομαι
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αναδέχομαι, ανά και δέχομαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναδοχή