Δείτε επίσης: ἀκωμῴδητος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακωμώδητος η ακωμώδητη το ακωμώδητο
      γενική του ακωμώδητου της ακωμώδητης του ακωμώδητου
    αιτιατική τον ακωμώδητο την ακωμώδητη το ακωμώδητο
     κλητική ακωμώδητε ακωμώδητη ακωμώδητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακωμώδητοι οι ακωμώδητες τα ακωμώδητα
      γενική των ακωμώδητων των ακωμώδητων των ακωμώδητων
    αιτιατική τους ακωμώδητους τις ακωμώδητες τα ακωμώδητα
     κλητική ακωμώδητοι ακωμώδητες ακωμώδητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακωμώδητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκωμῴδητος [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ακωμώδητος, -η, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία