Δείτε επίσης: αἰδεσιμότατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιδεσιμότατος οι αιδεσιμότατοι
      γενική του αιδεσιμότατου
αιδεσιμοτάτου
των αιδεσιμότατων
αιδεσιμοτάτων
    αιτιατική τον αιδεσιμότατο τους αιδεσιμότατους
αιδεσιμοτάτους
     κλητική αιδεσιμότατε αιδεσιμότατοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιδεσιμότατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰδεσιμότατος, υπερθετικός βαθμός του αἰδέσιμος (σεβαστός)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ðe.siˈmo.ta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐δε‐σι‐μό‐τα‐τος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιδεσιμότατος αρσενικό, (καθαρεύουσα) αἰδεσιμότατος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία