Ετυμολογία

επεξεργασία

αιδεσιμολογιώτατος < αρχαία ελληνική αἰδέσιμος + λογιώτατος, υπερθετικός βαθμός του λόγιος (η γραφή με ω προέρχεται από την καθαρεύουσα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιδεσιμολογιώτατος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία