ακροβατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακροβατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροβατῶ (περπατώ στα δάκτυλα) κατά τον ορισμό της λέξης ακροβασία < ἀκροβάτης [1] Συγχρονικά αναλύεται σε ακρο- + -βατώ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kɾo.vaˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐βα‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαακροβατώ, πρτ.: ακροβατούσα, αόρ.: ακροβάτησα (χωρίς παθητική φωνή)
- βαδίζω πάνω σε τεντωμένο σχοινί ή κάνω παρόμοιες ασκήσεις ισορροπίας, πράττω ακροβασίες
- (μεταφορικά) κάνω τολμηρές και επικίνδυνες πράξεις
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ακροβάτης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακροβατώ | ακροβατούσα | θα ακροβατώ | να ακροβατώ | ακροβατώντας | |
β' ενικ. | ακροβατείς | ακροβατούσες | θα ακροβατείς | να ακροβατείς | ||
γ' ενικ. | ακροβατεί | ακροβατούσε | θα ακροβατεί | να ακροβατεί | ||
α' πληθ. | ακροβατούμε | ακροβατούσαμε | θα ακροβατούμε | να ακροβατούμε | ||
β' πληθ. | ακροβατείτε | ακροβατούσατε | θα ακροβατείτε | να ακροβατείτε | ακροβατείτε | |
γ' πληθ. | ακροβατούν(ε) | ακροβατούσαν(ε) | θα ακροβατούν(ε) | να ακροβατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακροβάτησα | θα ακροβατήσω | να ακροβατήσω | ακροβατήσει | ||
β' ενικ. | ακροβάτησες | θα ακροβατήσεις | να ακροβατήσεις | ακροβάτησε | ||
γ' ενικ. | ακροβάτησε | θα ακροβατήσει | να ακροβατήσει | |||
α' πληθ. | ακροβατήσαμε | θα ακροβατήσουμε | να ακροβατήσουμε | |||
β' πληθ. | ακροβατήσατε | θα ακροβατήσετε | να ακροβατήσετε | ακροβατήστε | ||
γ' πληθ. | ακροβάτησαν ακροβατήσαν(ε) |
θα ακροβατήσουν(ε) | να ακροβατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακροβατήσει | είχα ακροβατήσει | θα έχω ακροβατήσει | να έχω ακροβατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακροβατήσει | είχες ακροβατήσει | θα έχεις ακροβατήσει | να έχεις ακροβατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακροβατήσει | είχε ακροβατήσει | θα έχει ακροβατήσει | να έχει ακροβατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακροβατήσει | είχαμε ακροβατήσει | θα έχουμε ακροβατήσει | να έχουμε ακροβατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακροβατήσει | είχατε ακροβατήσει | θα έχετε ακροβατήσει | να έχετε ακροβατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακροβατήσει | είχαν ακροβατήσει | θα έχουν ακροβατήσει | να έχουν ακροβατήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πράττω ακροβασίες
|
κάνω τολμηρές και επικίνδυνες πράξεις
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ακροβατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας