αμφιπρόστυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμφιπρόστυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφιπρόστυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε αμφι- (ἀμφί) + πρόστυλος (πρό- + στύλ(ος) + -ος)
Επίθετο
επεξεργασίααμφιπρόστυλος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) αρχιτεκτονική κατασκευή (συνήθως ναός) που στις δύο στενές πλευρές του είχε στοά με κίονες
- ※ Στην περιοχή αυτή, η οποία βρίσκεται επάνω από την ανατολική όχθη του Ιλισού και ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα Άγρα ή Άγραι, λατρευόταν η Άρτεμις Αγροτέρα, η Άρτεμις Κυνηγός δηλαδή. Και ο ναός της ήταν ένας μικρός ιωνικός τετράστυλος και αμφιπρόστυλος ναός, ο οποίος κτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. (εφημερίδα Το Βήμα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμφιπρόστυλος