πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάπεμψη οι αναπέμψεις
      γενική της ανάπεμψης* των αναπέμψεων
    αιτιατική την ανάπεμψη τις αναπέμψεις
     κλητική ανάπεμψη αναπέμψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπέμψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάπεμψη θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναπέμπω, το να στέλνεις κάτι ψηλά στον ουρανό
      ανάπεμψη προσευχής, ανάπεμψη δέησης

Μεταφράσεις

επεξεργασία