ακρολοφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακρολοφία > (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκρολοφία < ἀκρόλοφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακρολοφία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοτανική
Δείτε επίσης : ἀκρολοφία |
ακρολοφία θηλυκό