Δείτε επίσης: ἀνανήψας
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανανήψας η ανανήψασα το ανανήψαν
      γενική του ανανήψαντος
ανανήψαντα1
της ανανήψασας
ανανηψάσης*
του ανανήψαντος
    αιτιατική τον ανανήψαντα την ανανήψασα το ανανήψαν
     κλητική ανανήψας ανανήψασα ανανήψαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανανήψαντες οι ανανήψασες τα ανανήψαντα
      γενική των ανανηψάντων των ανανηψασών των ανανηψάντων
    αιτιατική τους ανανήψαντες τις ανανήψασες τα ανανήψαντα
     κλητική ανανήψαντες ανανήψασες ανανήψαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανανήψας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνανήψας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀνανήφω (συνέρχομα από μεθύσι)

ανανήψας, -ασα, -αν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία