Δείτε επίσης: νίφω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνανήφω < ανά + νήφω (=είμαι νηφάλιος, εγκρατής, δεν πίνω κρασί).

ἀνανήφω επανέρχομαι στις αισθήσεις μου.

  • ανακτώ την πνευματική μου διαύγεια.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία