Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀνανήφω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
νίφω
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀνανήφω
<
ανά
+
νήφω
(=είμαι νηφάλιος, εγκρατής, δεν πίνω κρασί).
Ρήμα
επεξεργασία
ἀνανήφω
επανέρχομαι στις αισθήσεις μου.
ανακτώ την πνευματική μου διαύγεια.
Συνώνυμα
επεξεργασία
ηρεμώ
καταπραΰνω
συνετίζομαι
Αντώνυμα
επεξεργασία
οργίζομαι