Δείτε επίσης: νήφω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νίφω < θέμα νιφ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε στο νείφω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sneygʷʰ-[2] Συγγενή: σανσκριτική स्निह्यति (sníhyati, επικολλώμαι), λατινική ningit (χιονίζει), nix, nivis (< ιταλική neve), πρωτογερμανική *snīwaną (χιονίζω) < γερμανική Schnee, αγγλική snow.

  Ρήμα επεξεργασία

νίφω (συνήθως στο τρίτο πρόσωπο ενικού)

  1. χιονίζω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 280 (278-280)
    τῶν δ᾽, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ | ἤματι χειμερίῳ, ὅτε τ᾽ ὤρετο μητίετα Ζεὺς | νιφέμεν, ἀνθρώποισι πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα·
    Και ως πέφτουν οι χιονοβολές πυκνές ώρα χειμώνος, | όταν ο Ζευς ο πάνσοφος να δείξει αποφασίσει | εις τους θνητούς τα βέλη του και να χιονίσει αρχίζει·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 8.1 @scaife.perseus
    ἰχνεύεσθαι δὲ τὸν λαγῶ ὅταν νίφῃ ὁ θεὸς ὥστε ἠφανίσθαι τὴν γῆν·
  2. (συνήθως απρόσωπο) χιονίζει
  3. (στην παθητική φωνή) καλύπτομαι από χιόνι
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 31.1
    τὰ κατύπερθε ταύτης τῆς χώρης αἰεὶ νίφεται, ἐλάσσονι δὲ τοῦ θέρεος ἢ τοῦ χειμῶνος, ὥσπερ καὶ οἰκός·
    στα μέρη που βρίσκονται πιο πάνω απ᾽ αυτή τη χώρα το χιόνι δε σταματά να πέφτει, λιγότερο βέβαια το καλοκαίρι απ᾽ ό,τι το χειμώνα, όπως είναι φυσικό·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

με νιφ-, νειφ-

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. νιφάδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Reconstruction:Proto-Indo-European *sneygʷʰ- στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Πηγές επεξεργασία