ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δύσνιφος τὸ δύσνιφον
      γενική τοῦ/τῆς δυσνίφου τοῦ δυσνίφου
      δοτική τῷ/τῇ δυσνίφ τῷ δυσνίφ
    αιτιατική τὸν/τὴν δύσνιφον τὸ δύσνιφον
     κλητική ! δύσνιφε δύσνιφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δύσνιφοι τὰ δύσνιφ
      γενική τῶν δυσνίφων τῶν δυσνίφων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσνίφοις τοῖς δυσνίφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσνίφους τὰ δύσνιφ
     κλητική ! δύσνιφοι δύσνιφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσνίφω τὼ δυσνίφω
      γεν-δοτ τοῖν δυσνίφοιν τοῖν δυσνίφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δύσνιφος < δύσ- + -νιφος (< νίφω)

  Επίθετο

επεξεργασία

δύσνιφος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. (μετεωρολογία) χιονοσκέπαστος
    ※  5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 2.685, @scaife.perseus
    δύσνιφον ἀμφὶ τένοντα Κίλιξ Κιλίκεσσιν ἀνάσσει,
     συνώνυμα: νιφόβολος
  2. (μετεωρολογία) παγωμένος, πολύ κρύος, πολύ ψυχρός
    ※  5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 3.210, @scaife.perseus
    χεύματι λυσσήεντι κατέκρυφε δύσνιφον ὕδωρ,
    ※  5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 13.533, @scaife.perseus
    ὀψὲ δὲ δύσνιφον οἶδμα καὶ ὑδατόεσσαν ἀνάγκην

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη νίφω