νιφόβολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανιφόβολος, -ος, -ον
- (μετεωρολογία) χιονοσκέπαστος, χιονοσκεπής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 234 @scaife.perseus
- νιφόβολόν τʼ ὄρος ἱερόν
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 1284 (1283-1284)
- ἰὼ ἰώ. | νιφόβολον Φρυγῶν νάπος Ἴδας τ᾽ ὄρεα,
- Ω, | των Φρυγών χιονόδαρτο φαράγγι εσύ, κι εσύ, βουνό της Ίδης,
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἰὼ ἰώ. | νιφόβολον Φρυγῶν νάπος Ἴδας τ᾽ ὄρεα,
- ≈ συνώνυμα: δύσνιφος, ἀγάννιφος, νιφοβλής, νιφόεις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Φοίνισσαι, 234 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) σκωπτικός χαρακτηρισμός των ποιητών των διθυράμβων για τον κομπασμό τους
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1385 (1382-1385)
- ὑπὸ σοῦ πτερωθεὶς βούλομαι μετάρσιος | ἀναπτόμενος ἐκ τῶν νεφελῶν καινὰς λαβεῖν | ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς.
- Θέλω να με φτερώσεις, να πετάξω | στους αιθέρες ψηλά, κι από τα νέφη | πρωτόφαντους διθύραμβους ν᾽ αρπάξω, χιονοδαρμένους κι αεροσαλεμένους.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὑπὸ σοῦ πτερωθεὶς βούλομαι μετάρσιος | ἀναπτόμενος ἐκ τῶν νεφελῶν καινὰς λαβεῖν | ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1385 (1382-1385)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νιφόβολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νιφόβολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.