→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀγάννιφος τὸ ἀγάννιφον
      γενική τοῦ/τῆς ἀγαννίφου τοῦ ἀγαννίφου
      δοτική τῷ/τῇ ἀγαννίφ τῷ ἀγαννίφ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγάννιφον τὸ ἀγάννιφον
     κλητική ! ἀγάννιφε ἀγάννιφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγάννιφοι τὰ ἀγάννιφ
      γενική τῶν ἀγαννίφων τῶν ἀγαννίφων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγαννίφοις τοῖς ἀγαννίφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγαννίφους τὰ ἀγάννιφ
     κλητική ! ἀγάννιφοι ἀγάννιφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγαννίφω τὼ ἀγαννίφω
      γεν-δοτ τοῖν ἀγαννίφοιν τοῖν ἀγαννίφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγάννιφος < ἄγαν + νίφ(ω) + -ος. (ἄγαν + -νιφος)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγάννιφος, -ος, -ον