ἀγάννιφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀγάννιφος, -ος, -ον
- (συνήθως επιθετικός προσδιορισμός του Ολύμπου) χιονοσκεπής, χιονοσκέπαστος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 420 (419-420)
- τοῦτο δέ τοι ἐρέουσα ἔπος Διὶ τερπικεραύνῳ | εἶμ᾽ αὐτὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀγάννιφον, αἴ κε πίθηται.
- κι εγώ τον λόγον σου να ειπώ του βροντοφόρου Δία, | στον χιονισμένον Όλυμπον θα υπάγω, αν θα μ᾽ ακούσει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοῦτο δέ τοι ἐρέουσα ἔπος Διὶ τερπικεραύνῳ | εἶμ᾽ αὐτὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀγάννιφον, αἴ κε πίθηται.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 420 (419-420)
Πηγές
επεξεργασία- ἀγάννιφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγάννιφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.