νιφόεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νιφόεις < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίανιφόεις, -εσσα, -εν
- (μετεωρολογία) χιονοσκεπής, χιονοσκέπαστος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 338 (336-339)
- «ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος, | ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα | ἤχθεθ᾽, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα | νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,
- «Σεμνή γυναίκα του Οδυσσέα, που τον ανάστησε ο Λαέρτης, | βαριές μου πέφτουν εμένα οι προβιές, βαριά και τα κατάλευκα σεντόνια, | αφότου ξενιτεύτηκα μ᾽ ένα μακρόκουπο καράβι, αφήνοντας | την Κρήτη με τα χιονισμένα της βουνά.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος, | ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα | ἤχθεθ᾽, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα | νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 62
- τυτθὸν ἀπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς νιφόεντος Ὀλύμπου·
- λίγο πιο κάτω απ᾽ την ακρότατη κορφή του χιονισμένου Ολύμπου.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τυτθὸν ἀπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς νιφόεντος Ὀλύμπου·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 1. Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι, 20 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (1.19-1.20)
- κίων δ᾽ οὐρανία συνέχει, | νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα·
- ενώ η ουρανοστήριχτη κολώνα, | η Αίτνα η χιονόδαρτη, τον συγκρατά, που θρέφει ολοχρονίς κρουσταλλά χιόνια.
- Μετάφραση (1953): Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- κι ο ουράνιος στύλος τον κρατάει ακίνητον εκεί, | της Αίτνας το χιονόσκεπο βουνό, που τρέφει ολοχρονίς το τσουχτερό το χιόνι.
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ενώ η ουρανοστήριχτη κολώνα, | η Αίτνα η χιονόδαρτη, τον συγκρατά, που θρέφει ολοχρονίς κρουσταλλά χιόνια.
- κίων δ᾽ οὐρανία συνέχει, | νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα·
- ≈ συνώνυμα: δύσνιφος, ἀγάννιφος, νιφοβλής, νιφόβολος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 338 (336-339)
- (μεταφορικά) λευκός σαν χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νιφόεις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νιφόεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.