νήφω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
νήφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁egʷʰ (πίνω) / *n(e)h₁egʷʰ (νηφάλιος)
Ρήμα επεξεργασία
νήφω
- απέχω από το πιοτό
- δεν έχω πιει, είμαι νηφάλιος
- (μεταφορικά) είμαι απαθής ή ψύχραιμος ή προσεκτικός