νείφω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νείφω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίανείφω
- (συνήθως απρόσωπο) χιονίζει
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1141
- νείφει. βαβαιάξ· χειμέρια τὰ πράγματα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 773
- ἐὰν δὲ νείφῃ, πρὸς τὸ πῦρ καθήμενος·
- Χιονίζει; θα δικάζεις πλάι στο τζάκι.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἐὰν δὲ νείφῃ, πρὸς τὸ πῦρ καθήμενος·
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 98 @scaife.perseus, @el.wikisource
- νειφέτω μὲν ἀλφίτοις.
ψακαζέτω δ’ ἄρτοισιν, ὑέτω δ’ ἔτνει,- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Νικοφώντος.
- νειφέτω μὲν ἀλφίτοις.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1141
- (προσωπική σύνταξη) χιονίζω
- ※ 3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα XI στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 64, πρὸς τὸν Δία περὶ τοῦ ἔρωτος @greek-language.gr
- Νεῖφε, χαλαζοβόλει, ποίει σκότος, αἶθε, κεραύνου,
πάντα τὰ πορφύροντ' ἐν χθονὶ σεῖε νέφη·
ἢν γάρ με κτείνῃς, τότε παύσομαι· ἢν δέ μ' ἀφῇς ζῆν,
καὶ διαθεὶς τούτων χείρονα, κωμάσομαι.- Χιόνιζε, χτύπα με χαλάζι, φέρε σκοτάδι, καίε, κατακεραύνωνε,
σείε όλα τα σκοτεινόχρωμα σύννεφα της γης.
Διότι αν με σκοτώσεις τότε θα σταματήσω, αν όμως με αφήσεις να ζήσω
ακόμη κι αν μου δώσεις χειρότερα απ' αυτά, θα γλεντοκοπώ. - Μετάφραση: Νάστος Ιωάννης, Τα επιγράμματα του Ασκληπιάδου του Σαμίου: εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχολία, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2002, σελ. 60-61
- Χιόνιζε, χτύπα με χαλάζι, φέρε σκοτάδι, καίε, κατακεραύνωνε,
- Νεῖφε, χαλαζοβόλει, ποίει σκότος, αἶθε, κεραύνου,
- ※ 3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα XI στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 64, πρὸς τὸν Δία περὶ τοῦ ἔρωτος @greek-language.gr
- (μεταβατικό, μεταφορικά) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα
- (στη μέση φωνή) χιονίζει
- (στην παθητική φωνή) καλύπτομαι από χιόνι
- (στην παθητική φωνή, μεταφορικά) ασπρίζουν τα μαλλιά μου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε νίφω
Πηγές
επεξεργασία- νείφω, νίφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.