πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νιφετός οι νιφετοί
      γενική του νιφετού των νιφετών
    αιτιατική τον νιφετό τους νιφετούς
     κλητική νιφετέ νιφετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιφετός αρσενικό

  • (μετεωρολογία, λόγιο) χιονοθύελλα
      Βροχή. Ψιχαλιστὴ ποτιστικὴ δαρτή. / Ὑετός. Ὁμηρικὴ βροχή. / Ὄμβρος. Ἀρχαία βροχὴ – καταρρακτώδης. / Βροχὴ καὶ ἄλλα κατακρημνίσματα. / Χιών. Χιόνι χιονόνερο. Νιφετός.
    Μιχάλης Γκανάς, ποίημα «Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα», Οροπέδιο, τεύχος 2, χειμώνας 2006-2007, σελ. 7

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • νιφετός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νιφετός οἱ νιφετοί
      γενική τοῦ νιφετοῦ τῶν νιφετῶν
      δοτική τῷ νιφετ τοῖς νιφετοῖς
    αιτιατική τὸν νιφετόν τοὺς νιφετούς
     κλητική ! νιφετέ νιφετοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νιφετώ
γεν-δοτ τοῖν  νιφετοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
νιφετός < νίφ(ω) + -ετός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιφετός, -ού αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία