Δείτε επίσης: ανανήψας

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀνανήψᾱς ἀνανήψᾱσ τὸ ἀνανῆψᾰν
      γενική τοῦ ἀνανήψᾰντος τῆς ἀνανηψᾱ́σης τοῦ ἀνανήψᾰντος
      δοτική τῷ ἀνανήψᾰντ τῇ ἀνανηψᾱ́σ τῷ ἀνανήψᾰντ
    αιτιατική τὸν ἀνανήψᾰντ τὴν ἀνανήψᾱσᾰν τὸ ἀνανῆψᾰν
     κλητική ! ἀνανήψᾱς ἀνανήψᾱσ ἀνανῆψᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀνανήψᾰντες αἱ ἀνανήψᾱσαι τὰ ἀνανήψᾰντ
      γενική τῶν ἀνανηψᾰ́ντων τῶν ἀνανηψᾱσῶν τῶν ἀνανηψᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ἀνανήψᾱσῐ(ν) ταῖς ἀνανηψᾱ́σαις τοῖς ἀνανήψᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀνανήψᾰντᾰς τὰς ἀνανηψᾱ́σᾱς τὰ ἀνανήψᾰντ
     κλητική ! ἀνανήψᾰντες ἀνανήψᾱσαι ἀνανήψᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνανήψᾰντε τὼ ἀνανηψᾱ́σ τὼ ἀνανήψᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀνανήψᾰ́ντοιν τοῖν ἀνανηψᾱ́σαιν τοῖν ἀνανηψᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ἀνανήψας, -ασα, -αν