Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀνανήψας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ανανήψας
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀνανήψᾱ
ς
ἡ
ἀνανήψᾱσ
ᾰ
τὸ
ἀνανῆψᾰν
γενική
τοῦ
ἀνανήψᾰντ
ος
τῆς
ἀνανηψᾱ́σ
ης
τοῦ
ἀνανήψᾰντ
ος
δοτική
τῷ
ἀνανήψᾰντ
ῐ
τῇ
ἀνανηψᾱ́σ
ῃ
τῷ
ἀνανήψᾰντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
ἀνανήψᾰντ
ᾰ
τὴν
ἀνανήψᾱσ
ᾰν
τὸ
ἀνανῆψᾰν
κλητική
ὦ
!
ἀνανήψᾱ
ς
ἀνανήψᾱσ
ᾰ
ἀνανῆψᾰν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀνανήψᾰντ
ες
αἱ
ἀνανήψᾱσ
αι
τὰ
ἀνανήψᾰντ
ᾰ
γενική
τῶν
ἀνανηψᾰ́ντ
ων
τῶν
ἀνανηψᾱσ
ῶν
τῶν
ἀνανηψᾰ́ντ
ων
δοτική
τοῖς
ἀνανήψᾱ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
ἀνανηψᾱ́σ
αις
τοῖς
ἀνανήψᾱ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
ἀνανήψᾰντ
ᾰς
τὰς
ἀνανηψᾱ́σ
ᾱς
τὰ
ἀνανήψᾰντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀνανήψᾰντ
ες
ἀνανήψᾱσ
αι
ἀνανήψᾰντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀνανήψᾰντ
ε
τὼ
ἀνανηψᾱ́σ
ᾱ
τὼ
ἀνανήψᾰντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
ἀνανήψᾰ́ντ
οιν
τοῖν
ἀνανηψᾱ́σ
αιν
τοῖν
ἀνανηψᾰ́ντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λύσας'
όπως «
νικήσας
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἀνανήψας, -ασα, -αν
μετοχή
ενεργητικού
αορίστου
(
ἀνένηψα
)
του ρήματος
ἀνανήφω
:
ανανήψας