ανανήφω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανανήφω < αρχαία ελληνική ἀνανήφω
Ρήμα επεξεργασία
ανανήφω, αόριστος ανένηψα
- συνέρχομαι μετά από χειρουργική επέμβαση στην οποία μου χορηγήθηκε νάρκωση
- επανέρχομαι σε πολιτικό ή ιδεολογικό χώρο ο οποίος θεωρείται κοινώς αποδεκτός ή από τον οποίο έχω αποχωρήσει