νηφαλιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νηφαλιότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανηφαλιότητα θηλυκό
- η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο νηφάλιος, η έλλειψη μέθης, η διανοητική διαύγεια
- θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θέμα με νηφαλιότητα