Δείτε επίσης: αλεξανδρινός, Ἀλεξανδρινός, Ἀλεξανδρῖνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αλεξανδρινός οι Αλεξανδρινοί
      γενική του Αλεξανδρινού των Αλεξανδρινών
    αιτιατική τον Αλεξανδρινό τους Αλεξανδρινούς
     κλητική Αλεξανδρινέ Αλεξανδρινοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αλεξανδρινός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀλεξανδρινός, επίθετο με προφορά [nd] αλεξαντρινός (αλεξανδρινός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.le.ksanˈðɾi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐λε‐ξαν‐δρι‐νός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αλεξανδρινός αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από την Αλεξάνδρεια ή κατοικεί εκεί
  2. (ιστορία, φιλολογία) οι γραμματικοί της ελληνιστικής περιόδου
    για αναφορά στην περίοδο → δείτε αλεξανδρινός
  3. (λογοτεχνία) ο αλεξανδρινός ποιητής Κωνασταντίνο Π. Καβάφη
    για αναφορά στον ποιητή → δείτε αλεξανδρινός
    ※  Σημαντική καβαφολογική βιβλιοθήκη και συλλογή αποκομμάτων περιήλθε στα Αρχεία του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. Πρόκειται για 127 τόμους, που αφορούν εκδόσεις του καβαφικού έργου και μελέτες για τον Αλεξανδρινό και την ποίησή του, 75 τεύχη περιοδικών (μεταξύ των οποίων και.. (Με έργα του Κ.Π. Καβάφη εμπλουτίστηκε το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, in.gr, 11/11/2009 [1])
    επίσης → δείτε παράθεμα στο αυτοκτονικός
  4. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Αλεξανδρινού)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Αλέξανδρος

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία