Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καβαφολογικός η καβαφολογική το καβαφολογικό
      γενική του καβαφολογικού της καβαφολογικής του καβαφολογικού
    αιτιατική τον καβαφολογικό την καβαφολογική το καβαφολογικό
     κλητική καβαφολογικέ καβαφολογική καβαφολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καβαφολογικοί οι καβαφολογικές τα καβαφολογικά
      γενική των καβαφολογικών των καβαφολογικών των καβαφολογικών
    αιτιατική τους καβαφολογικούς τις καβαφολογικές τα καβαφολογικά
     κλητική καβαφολογικοί καβαφολογικές καβαφολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβαφολογικός < καβαφολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

καβαφολογικός, -ή, -ό

  • (λογοτεχνία) σχετικός με την καβαφολογία, με τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη
    ※  Σημαντική καβαφολογική βιβλιοθήκη και συλλογή αποκομμάτων περιήλθε στα Αρχεία του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. Πρόκειται για 127 τόμους, που αφορούν εκδόσεις του καβαφικού έργου και μελέτες για τον Αλεξανδρινό και την ποίησή του, 75 τεύχη περιοδικών (μεταξύ των οποίων και.. (Με έργα του Κ.Π. Καβάφη εμπλουτίστηκε το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, in.gr, 11/11/2009 [1])

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία