ανεόρταστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεόρταστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεόρταστος < ἀνεορτάζω < ἀν- στερητικό + αρχαία ελληνική ἑορτή
Επίθετο επεξεργασία
ανεόρταστος, -η, -ο
- που δεν γιορτάζεται ή δεν μπορεί να γιορταστεί
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανεόρταστα
- → δείτε τη λέξη εορτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεόρταστος
|