ἀνεόρταστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀνεόρταστος | τὸ ἀνεόρταστον | οἱ, αἱ ἀνεόρταστοι | τὰ ἀνεόρταστα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀνεορτάστου | τοῦ ἀνεορτάστου | τῶν ἀνεορτάστων | τῶν ἀνεορτάστων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀνεορτάστῳ | τῷ ἀνεορτάστῳ | τοῖς, ταῖς ἀνεορτάστοις | τοῖς ἀνεορτάστοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀνεόρταστον | τὸ ἀνεόρταστον | τοὺς, τὰς ἀνεορτάστους | τὰ ἀνεόρταστα |
Κλητική | ἀνεόρταστε | ἀνεόρταστον | ἀνεόρταστοι | ἀνεόρταστα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀνεορτάστω | |||
Γενική-Δοτική | ἀνεορτάστοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀνεόρταστος < ἀν- + αρχαία ελληνική ἑορτή
Επίθετο
επεξεργασίαἀνεόρταστος, -ος, -ον
- ανεόρταστος
- Βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος (Δημόκριτος, Αποσπάσματα, 230)
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ἑορτή