Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακυρότητα οι ακυρότητες
      γενική της ακυρότητας των ακυροτήτων
    αιτιατική την ακυρότητα τις ακυρότητες
     κλητική ακυρότητα ακυρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακυρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκυρότης από την αιτιατική «τήν ἀκυρότητα»[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ciˈɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κυ‐ρό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακυρότητα θηλυκό

  • η έλλειψη εγκυρότητας, η απουσία κύρους σε μια διαδικασία, το άκυρο στοιχείο σε κάτι
    ακυρότητα εγγράφων, γάμου

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία