Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιτιώδης η αιτιώδης το αιτιώδες
      γενική του αιτιώδους της αιτιώδους του αιτιώδους
    αιτιατική τον αιτιώδη την αιτιώδη το αιτιώδες
     κλητική αιτιώδη(ς) αιτιώδης αιτιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιτιώδεις οι αιτιώδεις τα αιτιώδη
      γενική των αιτιωδών των αιτιωδών των αιτιωδών
    αιτιατική τους αιτιώδεις τις αιτιώδεις τα αιτιώδη
     κλητική αιτιώδεις αιτιώδεις αιτιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιτιώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰτιώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.tiˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐τι‐ώ‐δης

  Επίθετο επεξεργασία

αιτιώδης, -ης, -ες

  1. που αποδίδει σε κάποιον ή κάτι την ευθύνη ή την υπαιτιότητα για ένα αποτέλεσμα, εκείνος που συνδέει το αιτιατό με την αιτία, ο αιτιακός
    Δεν είναι σαφές ποιος παράγοντας έχει τη μεγαλύτερη αιτιώδη σχέση με τα ψυχιατρικά νοσήματα (ποιος είναι η σημαντικότερη αιτία τους)
  2. (νομικός όρος) που συνδέει μια παράνομη πράξη με την πρόθεση διάπραξής της αλλά και με την επίγνωση του κατηγορουμένου όσον αφορά στις νομικές συνέπειες της πράξης του
    αιτιώδης συνάφεια στο αστικό, ποινικό και δημόσιο δίκαιο
    αιτιώδης αναγνώριση χρέους και αφηρημένη υπόσχεση χρέους
    αιτιώδης σύνδεσμος στη νομική ευθύνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία