ακήδευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακήδευτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκήδευτος[1] < α- στερητικό + κηδεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈci.ðe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κή‐δευ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαακήδευτος, -η, -ο
- που δεν κηδεύτηκε, θάφτηκε
- (θρησκεία) που ενταφιάστηκε προτού αρχίσει η κηδεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία που δεν κηδεύτηκε
|
που ενταφιάστηκε προτού αρχίσει η κηδεία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ακήδευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας