πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθωότητα οι αθωότητες
      γενική της αθωότητας των αθωοτήτων
    αιτιατική την αθωότητα τις αθωότητες
     κλητική αθωότητα αθωότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αθωότητα θηλυκό, συνήθως στον ενικό

  1. η ιδιότητα του αθώου
      το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου
     αντώνυμα: ενοχή
  2. η έλλειψη πονηριάς και υστεροβουλίας
      η αθωότητα των πράξεών του
     συνώνυμα: αγνότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία