αθωότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αθωότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀθῳότης < αρχαία ελληνική ἀθῷος. Συγχρονικά αναλύεται σε αθώ(ος) + -ότητα
- καθαρεύουσα: ἀθωότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααθωότητα θηλυκό, συνήθως στον ενικό
- η ιδιότητα του αθώου
- η έλλειψη πονηριάς και υστεροβουλίας