- αναφωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναφωνῶ, συνηρημένος τύπος του ἀναφωνέω[1] < ἀνά + φωνέω
- ΔΦΑ : /a.na.foˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐φω‐νώ
αναφωνώ, πρτ.: αναφωνούσα, αόρ.: αναφώνησα (χωρίς παθητική φωνή)
- εκφράζομαι επιφωνηματικά ή με μια-δυο λέξεις σαν να απευθύνομαι σε μια ανώτερη δύναμη ή να μονολογώ
- ⮡ Παναγία μου! αναφώνησε αηδιασμένος και σοκαρισμένος μόλις είδε...
- βγάζω δυνατή φωνή, επιφώνημα, κραυγή
- ⮡ Ωχ! αναφώνησε με το πρώτο γκολ.
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
αναφωνήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
αναφωνώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
αναφωνώ
|
αναφωνείς
|
αναφωνεί
|
αναφωνούμε
|
αναφωνείτε
|
αναφωνούν
|
παρατατικός
|
αναφωνούσα
|
αναφωνούσες
|
αναφωνούσε
|
αναφωνούσαμε
|
αναφωνούσατε
|
αναφωνούσαν
|
αόριστος
|
αναφώνησα
|
αναφώνησες
|
αναφώνησε
|
αναφωνήσαμε
|
αναφωνήσατε
|
αναφώνησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα αναφωνώ
|
θα αναφωνείς
|
θα αναφωνεί
|
θα αναφωνούμε
|
θα αναφωνείτε
|
θα αναφωνούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα αναφωνήσω
|
θα αναφωνήσεις
|
θα αναφωνήσει
|
θα αναφωνήσουμε
|
θα αναφωνήσετε
|
θα αναφωνήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω αναφωνήσει
|
έχεις αναφωνήσει
|
έχει αναφωνήσει
|
έχουμε αναφωνήσει
|
έχετε αναφωνήσει
|
έχουν αναφωνήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα αναφωνήσει
|
είχες αναφωνήσει
|
είχε αναφωνήσει
|
είχαμε αναφωνήσει
|
είχατε αναφωνήσει
|
είχαν αναφωνήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω αναφωνήσει
|
θα έχεις αναφωνήσει
|
θα έχει αναφωνήσει
|
θα έχουμε αναφωνήσει
|
θα έχετε αναφωνήσει
|
θα έχουν αναφωνήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να αναφωνώ
|
να αναφωνείς
|
να αναφωνεί
|
να αναφωνούμε
|
να αναφωνείτε
|
να αναφωνούν
|
αόριστος
|
να αναφωνήσω
|
να αναφωνήσεις
|
να αναφωνήσει
|
να αναφωνήσουμε
|
να αναφωνήσετε
|
να αναφωνήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω αναφωνήσει
|
να έχεις αναφωνήσει
|
να έχει αναφωνήσει
|
να έχουμε αναφωνήσει
|
να έχετε αναφωνήσει
|
να έχουν αναφωνήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
αναφώνει
|
|
|
αναφωνείτε
|
|
αόριστος
|
|
αναφώνησε
|
|
|
αναφωνήστε
|
|
|