Κατηγορία:Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » Λόγια δάνεια » Λόγια διαχρονικά δάνεια » από τα μεσαιωνικά ελληνικά « Ετυμολογία « Μεσαιωνικά ελληνικά |
- λόγια διαχρονικά δάνεια, αναβιωμένες λέξεις, προϊόντα εσωτερικού δανεισμού από λογίους, συγγραφείς
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει μόνο την ακόλουθη υποκατηγορία.
Σελίδες στην κατηγορία "Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 305 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αδασμολόγητος
- αδελφάτο
- αδελφοσύνη
- αιμομίκτης
- ακρίτας
- ακριτικός
- ακυρίευτος
- αλάξευτος
- αμαυρώνω
- αμπελοκόμος
- αναβλητικώς
- αναθιβάλλω
- αναμόχλευση
- αναστηλώνω
- ανέγγιχτος
- ανεμόδρομος
- ανήμερα
- ανυποληψία
- αξιοπρέπεια
- άπαιχτος
- άπατρις
- απιδιά
- αποδοτικώς
- Απόκρεω
- απολίνωση
- απολυτίκιο
- αποτρίχωση
- απόφοιτος
- απροσκόπτως
- απώθηση
- αριστούργημα
- αρμένικος
- αρμενικός
- άρμενο
- αρτοκλασία
- αρχιδιάκονος
- ατημελησία
- αυθόρμητος
- αυτοκρατόρισσα
- αυτόφωτος
- άφυλος
- άχλωρος
Δ
Ε
- εγκαινιάζω
- εδραίωση
- εικονογραφία
- εικονολάτρης
- εικονομάχος
- εικονοστάσιο
- ειρήσθω εν παρόδω
- εκδούλευση
- εκθέτω
- εκλαμπρότης
- εκσφενδονίζω
- ελαφοκέρατο
- Έλληνας
- εμβατίκια
- έμνοστος
- έμπιστος
- εμπτυσμός
- ενασχόληση
- ενθέρμως
- ενοχή
- εν τοις πράγμασι
- εν τούτοις
- εντούτοις
- εξαγόραση
- εξ αγχιστείας
- εξ αίματος
- εξαιτίας
- εξαποστειλάριο
- εξεμέτρησε το ζην
- εξωνάρθηκας
- εορτολόγιο
- επαινετικώς
- επιτοπίως
- ερωταπόκριση
- εσοδεία
- ευγενικός
- ευδιακρίτως
- ευλογιά
- ευλύγιστος
- ευσυνόπτως
Κ
- καγκελαρία
- καγκελάριος
- κακογράφος
- καλένδες
- καλοφαγία
- κανείς
- καπιτολάριο
- καπιτουλάριο
- καπνικόν
- καρδινάλιος
- καστόρι
- καταισχύνη
- κατάκαυση
- κατακραυγή
- καταλύω
- καταπειστικός
- κατάρρευση
- κατασβεστήρας
- καταστολέας
- καταφρόνηση
- κατιόντες
- κάτωθεν
- κερδαλεόφρων
- κηκίδι
- κοινοβιακώς
- κοινοποίηση
- κομπορρημοσύνη
- κομπορρήμων
- κοντάκι
- κουτρούβιο
- κρεούργημα
- κριθάλευρο
- κτητορικός
- κτίσιμο
- κτιτορικός
- κυριάρχηση
- κυριολεκτικώς