εικονομάχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εικονομάχος < μεσαιωνική ελληνική εἰκονομάχος, εἰκών (εικονο-) + -μάχος (< μάχομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεικονομάχος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιστορία, χριστιανισμός) εκείνος που κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας αντιστρατευόταν τη λατρεία των εικόνων και ίσως προέβαινε και σε πράξεις καταστροφής τους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εικονομάχος