εξαγόραση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξαγόραση | οι | εξαγοράσεις |
γενική | της | εξαγόρασης* | των | εξαγοράσεων |
αιτιατική | την | εξαγόραση | τις | εξαγοράσεις |
κλητική | εξαγόραση | εξαγοράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαγοράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαγόραση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐξαγόρασις → δείτε τη λέξη εξαγοράζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξαγόραση θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του εξαγορά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαγόραση
|