μαρμάρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρμάρωση | οι | μαρμαρώσεις |
γενική | της | μαρμάρωσης* | των | μαρμαρώσεων |
αιτιατική | τη | μαρμάρωση | τις | μαρμαρώσεις |
κλητική | μαρμάρωση | μαρμαρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαρμαρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαρμάρωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μαρμάρω(σις) < ελληνιστική κοινή μαρμάρω(σις) (δημιουργία πληγών στην κτηνιατρική) κατά τη σημασία: μάρμαρο + -ση (-ωση)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maɾˈma.ɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐μά‐ρω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρμάρωση θηλυκό
- η επικάλυψη μιας επιφάνειας με πλάκες μαρμάρου
- (φωτογραφία) πρόβλημα που συμβαίνει στις φωτογραφικές πλάκες όταν χειρίζονται λανθασμένα ή από τις αλλοιώσεις του υγρού εμφανίσεως
Σύνθετα
επεξεργασίαστη σημασία μάρμαρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία η επικάλυψη μιας επιφάνειας με πλάκες μαρμάρου
|
πρόβλημα που συμβαίνει στις φωτογραφικές πλάκες
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)