Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναμαρμάρωση οι αναμαρμαρώσεις
      γενική της αναμαρμάρωσης* των αναμαρμαρώσεων
    αιτιατική την αναμαρμάρωση τις αναμαρμαρώσεις
     κλητική αναμαρμάρωση αναμαρμαρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναμαρμαρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναμαρμάρωση < αναμαρμαρώνω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναμαρμάρωση θηλυκό

  1. η (εκ νέου) τοποθέτηση μαρμάρου
    ※  Κτίστηκε στην αγκαλιά μεταξύ δύο λόφων για τους αγώνες των Παναθηναίων και είχε μήκος 185 μέτρων, μεταξύ της άφεσης και του τέρματος και εγκαινιάσθηκε με γυμνικούς αγώνες το 330 π.X. Ήταν, όμως, ακόμα χωμάτινο. Την αναμαρμάρωση ανέλαβε πέντε αιώνες αργότερα ο Ηρώδης ο Αττικός, που του έδωσε το πέταλο, τη διάκριση σε δύο διαζώματα και σε τριάντα κερκίδες. (…) Απ’ όλ’ αυτά τα στοιχεία, αρκετά είναι που σώθηκαν και εντάχθηκαν στην αναμαρμάρωση με πωρόλιθο και ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου από τον εθνικό ευεργέτη Ευάγγελο Ζάππα στο 1858 για την οργάνωση των Ζαππείων Ολυμπιάδων. (εφ. Τα Νέα, 09.06.2003)
  2. η αποκατάσταση μιας παλαιότερης μορφής ενός οικοδομήματος με επικάλυψη από μαρμάρινες πλάκες

  Μεταφράσεις επεξεργασία