Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρμάρωσις λέξη του 4ου αιώνα < ελληνιστική κοινή μαρμαρῶ όπως στο μεσαιωνικό μαρμαρώνω + -σις (-ωσις) ή λόγιο διαχρονικό δάνειο από την ελληνιστική κοινή μαρμάρω(σις) (δημιουργία πληγών στην κτηνιατρική) κατά τη σημασία: μάρμαρο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρμάρωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μάρμαρον




ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαρμάρωσῐς αἱ μαρμαρώσεις
      γενική τῆς μαρμαρώσεως τῶν μαρμαρώσεων
      δοτική τῇ μαρμαρώσει ταῖς μαρμαρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μαρμάρωσῐν τὰς μαρμαρώσεις
     κλητική ! μαρμάρωσῐ μαρμαρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαρμαρώσει
γεν-δοτ τοῖν  μαρμαρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρμάρωσις < μαρμαρόω, μαρμαρῶ + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρμάρωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα μαρμαρω- στη σημασία μάρμαρο

θέμα μαρμαρω- στη σημασία της κτηνιατρικής

→ δείτε και τη λέξη μάρμαρον για θέμα μαρμαρ-