μαρμάρωσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαρμάρωσις λέξη του 4ου αιώνα < ελληνιστική κοινή μαρμαρῶ όπως στο μεσαιωνικό μαρμαρώνω + -σις (-ωσις) ή λόγιο διαχρονικό δάνειο από την ελληνιστική κοινή μαρμάρω(σις) (δημιουργία πληγών στην κτηνιατρική) κατά τη σημασία: μάρμαρο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρμάρωσις, -εως θηλυκό
- η μαρμάρωση, η μαρμαρόστρωση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μάρμαρον
Πηγές
επεξεργασία- μαρμάρωσις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαρμάρωσῐς | αἱ | μαρμαρώσεις | ||||
γενική | τῆς | μαρμαρώσεως | τῶν | μαρμαρώσεων | ||||
δοτική | τῇ | μαρμαρώσει | ταῖς | μαρμαρώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μαρμάρωσῐν | τὰς | μαρμαρώσεις | ||||
κλητική ὦ! | μαρμάρωσῐ | μαρμαρώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαρμαρώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μαρμαρωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαρμάρωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (κτηνιατρική) η δημιουργία πληγής, έλκους στα πόδια γαϊδουριού (⌘ ἱππιατρικά, 100)
- → δείτε τη λέξη μάρμαρον στην αντίστοιχη σημασία
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα μαρμαρω- στη σημασία μάρμαρο
θέμα μαρμαρω- στη σημασία της κτηνιατρικής
→ δείτε και τη λέξη μάρμαρον για θέμα μαρμαρ-
Πηγές
επεξεργασία- μαρμάρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.