κοινοβιακώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινοβιακώς < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κοινοβιακῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε κοινοβιακ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίακοινοβιακώς
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με κοινοβιακώς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)