δυστράχηλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυστράχηλος < μεσαιωνική ελληνική δυστράχηλος
Επίθετο επεξεργασία
δυστράχηλος, -η, -ο
- που δύσκολα υπομένει ζυγό
- Σε αυτές τις δυστράχηλες για το Βυζάντιο και την ορθοδοξία του επαρχίες, όπως η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος, δημιουργήθηκε με πρωτεύουσα τη Δαμασκό, το Κράτος των Ομεϊαδών (660), πρώτη αραβική δύναμη που ορθώθηκε νικηφόρα κατά του Βυζαντίου, με όπλο το Djihad, δηλαδή τον ιερό κατακτητικό πόλεμο των μουσουλμάνων κατά των απίστων. (Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, σελ. 32)
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυστράχηλος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δυστράχηλος | τὸ δυστράχηλον | οἱ, αἱ δυστράχηλοι | τὰ δυστράχηλα |
Γενική | τοῦ, τῆς δυστραχήλου | τοῦ δυστραχήλου | τῶν δυστραχήλων | τῶν δυστραχήλων |
Δοτική | τῷ, τῇ δυστραχήλῳ | τῷ δυστραχήλῳ | τοῖς, ταῖς δυστραχήλοις | τοῖς δυστραχήλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δυστράχηλον | τὸ δυστράχηλον | τοὺς, τὰς δυστραχήλους | τὰ δυστράχηλα |
Κλητική | δυστράχηλε | δυστράχηλον | δυστράχηλοι | δυστράχηλα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δυστραχήλω | |||
Γενική-Δοτική | δυστραχήλοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δυστράχηλος, -ος, -ον
- που δύσκολα υπομένει ζυγό
- σκληροτράχηλος, πεισματάρης
- ἀλλ' ἐκεῖνος μεταποιῆσαι πάντα βουλόμενος, καὶ χρόνοις πολλοῖς τὴν ῾Ρωμαϊκὴν βασιλείαν ὑλομανήσασαν σπεύδων εὐθὺς ἐκτεμεῖν, ἢ καθαπερεὶ σῶμα τερατείας πάσης μεστὸν, κεφαλαῖς μὲν διαμεμερισμένον πολλαῖς, δυστράχηλόν τε καὶ πολυτράχηλον, χερσί τε οὐκ εὐαριθμήτοις διαπεπλασμένον, καὶ ποσὶν ἰσαρίθμοις χρώμενον... (Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, 7, 51, 9-15)