Δείτε επίσης: Ηλιοστάλακτη
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιοστάλακτος η ηλιοστάλακτη το ηλιοστάλακτο
      γενική του ηλιοστάλακτου της ηλιοστάλακτης του ηλιοστάλακτου
    αιτιατική τον ηλιοστάλακτο την ηλιοστάλακτη το ηλιοστάλακτο
     κλητική ηλιοστάλακτε ηλιοστάλακτη ηλιοστάλακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιοστάλακτοι οι ηλιοστάλακτες τα ηλιοστάλακτα
      γενική των ηλιοστάλακτων των ηλιοστάλακτων των ηλιοστάλακτων
    αιτιατική τους ηλιοστάλακτους τις ηλιοστάλακτες τα ηλιοστάλακτα
     κλητική ηλιοστάλακτοι ηλιοστάλακτες ηλιοστάλακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιοστάλακτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἡλιοστάλακτος. Μορφολογικά αναλύεται σε ήλιος + σταλάζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ηλιοστάλακτος, -η, -ο

  1. (μεταφορικά, εκκλησιαστικός όρος) που στάζει ηλιακές ακτίνες, λαμπερός, φωτεινός
  2. (μεταφορικά) πολύ όμορφος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία