ηλιοστάλακτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλιοστάλακτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἡλιοστάλακτος. Μορφολογικά αναλύεται σε ήλιος + σταλάζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαηλιοστάλακτος, -η, -ο
- (μεταφορικά, εκκλησιαστικός όρος) που στάζει ηλιακές ακτίνες, λαμπερός, φωτεινός
- (μεταφορικά) πολύ όμορφος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αστάλακτος
- ηλιοστάλαγμα
- μελιστάλακτος
- → και δείτε τις λέξεις ήλιος και σταλάζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηλιοστάλακτος
|
Πηγές
επεξεργασία- ηλιοστάλακτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ηλιοστάλακτος σελ.3251 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)