Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελιστάλακτος η μελιστάλακτη το μελιστάλακτο
      γενική του μελιστάλακτου της μελιστάλακτης του μελιστάλακτου
    αιτιατική τον μελιστάλακτο τη μελιστάλακτη το μελιστάλακτο
     κλητική μελιστάλακτε μελιστάλακτη μελιστάλακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελιστάλακτοι οι μελιστάλακτες τα μελιστάλακτα
      γενική των μελιστάλακτων των μελιστάλακτων των μελιστάλακτων
    αιτιατική τους μελιστάλακτους τις μελιστάλακτες τα μελιστάλακτα
     κλητική μελιστάλακτοι μελιστάλακτες μελιστάλακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελιστάλακτος < μέλι + σταλάζω + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.liˈsta.la.ktos/

  Επίθετο επεξεργασία

μελιστάλακτος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία