ιεροδιάκονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιεροδιάκονος < μεσαιωνική ελληνική ἱεροδιάκονος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + διάκονος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈði̯a.ko.nos/ & /i.e.ɾoˈðʝa.ko.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρο‐διά‐κο‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιεροδιάκονος αρσενικό
- (χριστιανισμός) ο (άγαμος) διάκονος
Συγγενικά
επεξεργασία- ιεροδιδάσκαλος
- → δείτε τις λέξεις ιερός και διάκονος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιεροδιάκονος
|