Ετυμολογία

επεξεργασία
θύραθεν < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική θύραθεν (οι μη χριστιανοί) < αρχαία ελληνική θύραθεν (έξω από την πόρτα).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε θύρα + -θεν < αρχαία ελληνική -θεν (από)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθi.ɾa.θen/

  Επίρρημα

επεξεργασία

θύραθεν

  • από έξω
  • που έχει κοσμικό κι όχι εκκλησιαστικό χαρακτήρα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
θύραθεν < θύρα + -θεν

  Επίρρημα

επεξεργασία

θύραθεν

  1. προερχόμενο έξω από την πόρτα
  2. απέξω