έσωθεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έσωθεν < αρχαία ελληνική ἔσωθεν
Επίρρημα επεξεργασία
έσωθεν (τοπικό)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έσωθεν
|
Δείτε επίσης : ἔσωθεν |
έσωθεν (τοπικό)
|