αλάξευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλάξευτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀλάξευτος < (στερητικό) α- + λαξεύ(ω) + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈla.kse.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λά‐ξευ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αλάξευτος, -η, -ο
- που δεν έχει λαξευτεί, σμιλευτεί
- ↪ αλάξευτο μάρμαρο, πέτρα
- ≈ συνώνυμα: ακατέργαστος, απελέκητος, ασκάλιστος
- (κατ’ επέκταση) που δεν έχει διαμορφωθεί, ο αδιαμόρφωτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλάξευτος
→ δείτε τις λέξεις ακατέργαστος και αδιαμόρφωτος |
Πηγές επεξεργασία
- αλάξευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)