διασκελίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασκελίζω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική διασκελίζω < ελληνιστική κοινή διασκελισμένον (ουδέτερο μετοχής) < αρχαία ελληνική δια- + σκέλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.sceˈli.zo/ & /ðʝa.sceˈli.zo/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐σκε‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιασκελίζω, αόρ.: διασκέλισα, παθ.φωνή: διασκελίζομαι, π.αόρ.: διασκελίστηκα, μτχ.π.π.: διασκελισμένος
- περνάω κάποιο εμπόδιο με ένα άνοιγμα των σκελών ή ένα πηδηματάκι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αδρασκελιά
- αδρασκέλιστος
- διασκελιά
- διασκέλισμα
- διασκελισμός
- δρασκελιά
- δρασκελίζω / δρασκελώ
- δρασκέλισμα
- δρασκελισμός
- → δείτε τις λέξεις διά και σκέλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασκελίζω | διασκέλιζα | θα διασκελίζω | να διασκελίζω | διασκελίζοντας | |
β' ενικ. | διασκελίζεις | διασκέλιζες | θα διασκελίζεις | να διασκελίζεις | διασκέλιζε | |
γ' ενικ. | διασκελίζει | διασκέλιζε | θα διασκελίζει | να διασκελίζει | ||
α' πληθ. | διασκελίζουμε | διασκελίζαμε | θα διασκελίζουμε | να διασκελίζουμε | ||
β' πληθ. | διασκελίζετε | διασκελίζατε | θα διασκελίζετε | να διασκελίζετε | διασκελίζετε | |
γ' πληθ. | διασκελίζουν(ε) | διασκέλιζαν διασκελίζαν(ε) |
θα διασκελίζουν(ε) | να διασκελίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασκέλισα | θα διασκελίσω | να διασκελίσω | διασκελίσει | ||
β' ενικ. | διασκέλισες | θα διασκελίσεις | να διασκελίσεις | διασκέλισε | ||
γ' ενικ. | διασκέλισε | θα διασκελίσει | να διασκελίσει | |||
α' πληθ. | διασκελίσαμε | θα διασκελίσουμε | να διασκελίσουμε | |||
β' πληθ. | διασκελίσατε | θα διασκελίσετε | να διασκελίσετε | διασκελίστε | ||
γ' πληθ. | διασκέλισαν διασκελίσαν(ε) |
θα διασκελίσουν(ε) | να διασκελίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασκελίσει | είχα διασκελίσει | θα έχω διασκελίσει | να έχω διασκελίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασκελίσει | είχες διασκελίσει | θα έχεις διασκελίσει | να έχεις διασκελίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διασκελίσει | είχε διασκελίσει | θα έχει διασκελίσει | να έχει διασκελίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασκελίσει | είχαμε διασκελίσει | θα έχουμε διασκελίσει | να έχουμε διασκελίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασκελίσει | είχατε διασκελίσει | θα έχετε διασκελίσει | να έχετε διασκελίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διασκελίσει | είχαν διασκελίσει | θα έχουν διασκελίσει | να έχουν διασκελίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασκελίζομαι | διασκελιζόμουν(α) | θα διασκελίζομαι | να διασκελίζομαι | ||
β' ενικ. | διασκελίζεσαι | διασκελιζόσουν(α) | θα διασκελίζεσαι | να διασκελίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διασκελίζεται | διασκελιζόταν(ε) | θα διασκελίζεται | να διασκελίζεται | ||
α' πληθ. | διασκελιζόμαστε | διασκελιζόμαστε διασκελιζόμασταν |
θα διασκελιζόμαστε | να διασκελιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διασκελίζεστε | διασκελιζόσαστε διασκελιζόσασταν |
θα διασκελίζεστε | να διασκελίζεστε | (διασκελίζεστε) | |
γ' πληθ. | διασκελίζονται | διασκελίζονταν διασκελιζόντουσαν |
θα διασκελίζονται | να διασκελίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασκελίστηκα | θα διασκελιστώ | να διασκελιστώ | διασκελιστεί | ||
β' ενικ. | διασκελίστηκες | θα διασκελιστείς | να διασκελιστείς | διασκελίσου | ||
γ' ενικ. | διασκελίστηκε | θα διασκελιστεί | να διασκελιστεί | |||
α' πληθ. | διασκελιστήκαμε | θα διασκελιστούμε | να διασκελιστούμε | |||
β' πληθ. | διασκελιστήκατε | θα διασκελιστείτε | να διασκελιστείτε | διασκελιστείτε | ||
γ' πληθ. | διασκελίστηκαν διασκελιστήκαν(ε) |
θα διασκελιστούν(ε) | να διασκελιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διασκελιστεί | είχα διασκελιστεί | θα έχω διασκελιστεί | να έχω διασκελιστεί | διασκελισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διασκελιστεί | είχες διασκελιστεί | θα έχεις διασκελιστεί | να έχεις διασκελιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διασκελιστεί | είχε διασκελιστεί | θα έχει διασκελιστεί | να έχει διασκελιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διασκελιστεί | είχαμε διασκελιστεί | θα έχουμε διασκελιστεί | να έχουμε διασκελιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διασκελιστεί | είχατε διασκελιστεί | θα έχετε διασκελιστεί | να έχετε διασκελιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διασκελιστεί | είχαν διασκελιστεί | θα έχουν διασκελιστεί | να έχουν διασκελιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διασκελισμένος - είμαστε, είστε, είναι διασκελισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διασκελισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διασκελισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διασκελισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διασκελισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διασκελισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διασκελισμένοι |