↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασκελισμένος η διασκελισμένη το διασκελισμένο
      γενική του διασκελισμένου της διασκελισμένης του διασκελισμένου
    αιτιατική τον διασκελισμένο τη διασκελισμένη το διασκελισμένο
     κλητική διασκελισμένε διασκελισμένη διασκελισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασκελισμένοι οι διασκελισμένες τα διασκελισμένα
      γενική των διασκελισμένων των διασκελισμένων των διασκελισμένων
    αιτιατική τους διασκελισμένους τις διασκελισμένες τα διασκελισμένα
     κλητική διασκελισμένοι διασκελισμένες διασκελισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασκελισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διασκελίζω

διασκελισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία